λυχνίες

λυχνίες
cветилки

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αερίου, λυχνίες — Λυχνίες, το φως των οποίων προέρχεται από την ακτινοβολία εκκένωσης μεταξύ δύο ηλεκτροδίων άνθρακα που συνήθως τροφοδοτούνται από κύκλωμα συνεχούς ρεύματος με αντιστάσεις που είναι συνδεδεμένες σε σειρά. Οι λυχνίες αυτές διακρίνονται σε απλές (με …   Dictionary of Greek

  • θερμιονική λυχνία — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνονται ηλεκτρονικές διατάξεις που χρησιμοποιούνται ως ανορθώτριες, φωράτριες, ταλαντώτριες και ενισχύτριες ηλεκτρικών ρευμάτων. Η λειτουργία της θ.λ. βασίζεται στο θερμιονικό φαινόμενο (βλ. λ. θερμοηλεκτρονικό ή… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροφθορισμός — Ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να γίνονται φωτεινά με την επίδραση ρεύματος, ηλεκτρικής εκκένωσης ή ηλεκτρικού πεδίου. Το φαινόμενο του η. εμφανίζεται για παράδειγμα στους σωλήνες εκκένωσης που περιέχουν ευγενή αέρια σε πολύ χαμηλές πιέσεις και στους …   Dictionary of Greek

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

  • τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… …   Dictionary of Greek

  • ενισχυτής — Συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η αύξηση του πλάτους ενός ηλεκτρικού σήματος ή, γενικότερα, μιας πληροφορίας ή εντολής. Ανάλογα με τον τύπο της πληροφορίας που πρόκειται να ενισχυθεί και τον προορισμό του σήματος εξόδου, υπάρχουν διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρόδιο — Αγώγιμο σώμα μέσα από το οποίο ηλεκτρικό ρεύμα εισέρχεται ή απομακρύνεται από ένα αγώγιμο μέσο, όπως διάλυμα ηλεκτρολυτών, μία τηγμένη μάζα, αέριο ή ακόμη και το κενό. Στα διαλύματα ηλεκτρολυτών και στα τηγμένα μέταλλα ως η. χαρακτηρίζεται ένας… …   Dictionary of Greek

  • ηλιογραφία — Μέθοδος για την αναπαραγωγή σχεδίων σε φωτογραφικό χαρτί, με άμεση επαφή ανάλογη με την κυανογραφία. Και οι δύο αυτές μέθοδοι είναι πλέον ουσιαστικά ιστορικές, μια και έχουν αντικατασταθεί από νεότερες τεχνικές. Στην η. το σχέδιο (σε διαφανές… …   Dictionary of Greek

  • τρίοδος — Ηλεκτρονική λυχνία με 3 ηλεκτρόδια, η οποία ενισχύει ασθενή σήματα εναλλασσόμενου ρεύματος ή παράγει ηλεκτρεγερτικές δυνάμεις εναλλασσόμενου ρεύματος υψηλής συχνότητας (έως 1.000 MHz). Με τον όρο τ. εννοούμε συνήθως μια λυχνία κενού· αν στο… …   Dictionary of Greek

  • τρανζίστορ — (ελληνικά αποδόθηκε κρυσταλλολυχνία). Ηλεκτρικό εξάρτημα κατασκευασμένο από ημιαγωγούς κρυστάλλους, τοποθετημένους εντός μεταλλικής προστατευτικής θήκης, από την οποία εξέρχονται συνήθως 3 ακροδέκτες (επαφές). Το τ., η ονομασία του οποίου… …   Dictionary of Greek

  • Λανγκμιούιρ, Ίρβινγκ — (Irving Langmuir, Μπρούκλιν, Νέα Υόρκη 1881 – Σενεκτέιντι 1957). Αμερικανός χημικός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στη σχολή μεταλλειολόγων της Κολούμπια και στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, στη Γερμανία. Καθηγητής της χημείας στο ινστιτούτο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”